- φίβλα
- ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «φίβλα, πόρπη, φικίον, περόνη».[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fibula «πόρπη, περόνη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίβλα — φίβλᾱ , φίβλα fibula fem nom/voc/acc dual φίβλᾱ , φίβλα fibula fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίβλας — φίβλᾱς , φίβλα fibula fem acc pl φίβλᾱς , φίβλα fibula fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίβλαι — φίβλα fibula fem nom/voc pl φίβλᾱͅ , φίβλα fibula fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιβλῶν — φίβλα fibula fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίβλαις — φίβλα fibula fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιβλίον — τὸ, ΜΑ [φίβλα] 1. φίβλα* 2. εσφ. γρφ. τού βιβλίον … Dictionary of Greek
φιβλατώριον — και φιβουλατόριον και φιβλατούριον, τὸ, Α ένδυμα στερεωμένο με φίβλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fibulatorius «αυτός που φορεί πόρπες» (< fibula, πρβλ. φίβλα)] … Dictionary of Greek
συμφιβλόομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) συνδέομαι με περόνη, με πόρπη, συμπερονῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιβλοῦμαι (< φίβλα «πόρπη, περόνη»)] … Dictionary of Greek
φιβλώ — όω, ΜΑ [φίβλα] στερεώνω με πόρπη, πορπῶ* μσν. διατρυπώ, διαπερνώ («τοὺς αὐτοῡ πόδας φιβλοῑ ἐπὶ τὰ σφυρά», Μαλάλ. Ι.) … Dictionary of Greek